μισγοδία
Look at other dictionaries:
μισγοδία — και μισγοδίη, ἡ (Α) μιξοδία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίσγω + οδία (< οδός < ὁδός), πρβλ. κακ οδία, περι οδία] … Dictionary of Greek
μιξοδία — μιξοδία, ιων. τ. μιξοδίη και μίξοδος και μισγοδία, ἡ (Α) [μίξοδος] ο τόπος όπου διασταυρώνονται πολλοί δρόμοι («ἁλὸς μιξοδία» η επικίνδυνη διάβαση μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, ο πορθμός τής Μεσσήνης, Απολλ. Ρόδ.) … Dictionary of Greek